μεθύσει

μεθύσει
μέθυσις
drunkenness
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μεθύσεϊ , μέθυσις
drunkenness
fem dat sg (epic)
μέθυσις
drunkenness
fem dat sg (attic ionic)
μεθύσκω
make drunk
aor subj act 3rd sg (epic)
μεθύσκω
make drunk
fut ind mid 2nd sg
μεθύσκω
make drunk
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… …   Dictionary of Greek

  • αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… …   Dictionary of Greek

  • ασούρωτος — η, ο 1. ο αστράγγιστος 2. αυτός που δεν τα χει σουρώσει, δεν έχει μεθύσει 3. (για φορέματα) χωρίς σούρες, χωρίς πτυχές …   Dictionary of Greek

  • εκμεθύσκω — ἐκμεθύσκω (AM) κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς αρχ. 1. (για φυτά) διαποτίζω, καταμουσκεύω 2. γεμίζω τελείως με υγρό …   Dictionary of Greek

  • καταμεθύσκω — (Α) κάνω κάποιον να μεθύσει τελείως …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • κωθωνίζω — (Α) [κώθων] 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθώ κάποιον 2. μέσ. κωθωνίζομαι πίνω πολύ, μεθώ («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… …   Dictionary of Greek

  • μεθυσιό — και μεθυσειό, το το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεθυσ τού αορ. τού μεθώ + κατάλ. ιό (πρβλ. κάθισ α: καθισ ιό, φεύγ ω: φευγ ιό). Η γραφή μεθυσειό προϋποθέτει παραγωγή τής λ. από το ουσ. μεθύσει / μεθύσι* (το)] …   Dictionary of Greek

  • μεθυστικός — ή, ό (Α μεθυστικός, ή, όν) [μεθυστής] 1. αυτός που επιφέρει μέθη ή που κάνει κάποιον να μεθύσει («μεθυστικό ποτό») 2. μτφ. αυτός που προκαλεί ηδονικό συναίσθημα, ηδονική ζάλη ή ενθουσιασμό, απολαυστικός («μεθυστικό φιλί») αρχ. (για άνδρα) αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”